Παρασκευή 18 Ιουνίου 2010

από το «έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα»



[...]
ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ: [...] (Γυρίζει στην Κόρη). Πέστε μου, αν η μικρή τώρα τον έβλεπε [τον μικρό] να κοιτάει κι έτρεχε κοντά του, θα τής έλεγε καμιά λέξη, ε;
ΚΟΡΗ: (Πετάγεται όρθια). Μην ελπίζετε να τον κάνετε να μιλήσει, όσο είναι αυτός εδώ. (Δείχνει το Γιο). Θά ‘πρεπε πρώτα να τον διώξετε.
ΓΙΟΣ: (Προχωρεί προς την έξοδο αποφασιστικά). Φεύγω! Φεύγω! Αυτό ακριβώς ήθελα!
ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ: 'Οχι, πού πάτε; Σταθείτε! (Τον κρατάει).
...... (Η μητέρα σηκώνεται τρομαγμένη, γεμάτη αγωνία πως θα τής φύγει για καλά, και από ένστικτο απλώνει τα μπράτσα χωρίς να κουνηθεί απ' τη θέση της).
ΓΙΟΣ: (Φτάνει στη ράμπα). Εγώ δεν έχω καμιά δουλειά εδωπέρα! Αφήστε με να φύγω, παρακαλώ, αφήστε με να φύγω!
ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ: Πώς δεν έχετε καμιά δουλειά;
ΚΟΡΗ: (Ειρωνικά). Μα μην τον κρατάτε! Δε θα φύγει!
ΠΑΤΕΡΑΣ: Πρέπει να παίξει την τρομερή σκηνή του κήπου με τη μητέρα του.
ΓΙΟΣ: (Ξαφνικά, σταθερά και μ' αποφασιστικότητα). Δε θα παίξω τίποτα! Σάς το δήλωσα μιας εξαρχής! (Στον Θιασάρχη). Αφήστε με να φύγω!
ΚΟΡΗ: (Ορμάει προς τον Θιασάρχη). Επιτρέπετε, κύριε; (Τού κατεβάζει το μπράτσο). Αφήστε τον. (Στο Γιο). 'Αντε λοιπόν, φεύγα! (Ο Γιος μένει γυρισμένος προς την σκάλα, μα σαν συγκρατημένος από μια κρυφή δύναμη δεν μπορεί να κατέβει τα σκαλιά. Προχωρεί προς την άλλη σκάλα, μα και κει σταματάει. Η Κόρη σκάει στα γέλια). Δεν μπορεί, βλέπετε; Δεν μπορεί. Είναι αναγκασμένος να μείνει εδώ, διά της βίας, δεμένος στην αλυσίδα, αιώνια κι αδυσώπητα. [...]


Λουίτζι Πιραντέλλο, 'Εξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα [1921] (μτφρ. Α. Σολομός, έκδ. Δωδώνη, Αθήνα-Γιάννινα 1986, σσ. 60-61). Εδώ, ένα ξεμοναχιασμένο απόσπασμα από την Τρίτη και τελευταία πράξη. Ο ίδιος.



Δεν υπάρχουν σχόλια: