Πέμπτη 1 Φεβρουαρίου 2007

εκ προμελέτης


επίστεψις

στην Μαριάννα Κορομηλά, με όλην την αγάπη


Μεσημεράκι, συνήθως, προβάλλω απ' τη Στοά της Φωλιάς του Βιβλίου, κεκαρμένος εν χρώ, κι ατενίζω, με τις φρεσκοκομμένες τριχούλες να μού τριβελίζουν τον ζβέρκο, ψηλά, πίσω από τον γυναικωτό Απόλλωνα, τον Αη-Γιώργη, με τα ξεραμένα παλούκια των αθανάτων στη ράχη του. Στους δρόμους της πόλης όλο και θα συναντήσω κάναν φίλο με τον υιό του να βολτάρει αγκαλιά. Τα χεριά δίνουμε και έναν ασπασμό.




'Οταν κατεβαίνω την Αιόλου, προτιμώ να 'ναι κλειστά τα μαγαζιά. Είναι η ώρα που το παλιό κάστρο βασιλεύει στον περίκλειστο τόπο, με τους ναούς απάνω ολόφωτους. Νιώθω κάθε φορά την ίδια έκπληξη και αγαλλίαση μαζί, ψυχική. Την ίδια, λέω, με τον κυρό εκείνο Χωνιάτη Μιχαήλ, τον επίσκοπο, όταν, απεσταλμένος στην μικρά του 12ου αιώνος κώμη μας, πρωταντίκρυσε με δέος τον Παρθενώνα. Τον είχε μέχρι τότε ιδεί με τη φαντασία του, από τις περιγραφές στα αρχαία συγγράμματα, στις βιβλιοθήκες της Βασιλεύουσας. Κοντοστέκομαι στην αλλοτινή είσοδο της πόλης (Σοφοκλέους γωνία) κι απομαντεύω τα κάρα που τραβάνε, τάχα μου, για το Μενίδι.

Πιο κάτω αναζητώ το τετράκογχον, του 5ου αι. μ.Χ. Γυρεύω τα ημικύκλια που το ορίζουν, αφήνοντας μιάν αίσθηση γλυκιά στη ζήτηση του νού. 'Αργησαν εδώ να θεμελιώσουνε ναούς οι Χριστιανοί. Νωρίτερα η κάθοδος των Ερούλων (267) ερήμωσε την αττική γή. Ιδές σήμερα, μείς, πώς καλύψαμε κάθε της σπιθαμή...

Κατά τη δύση του ήλιου, όμως, επιθυμώ να βρίσκομαι ήδη στη ρωμαϊκή αγορά. Την γυροφέρνω αργά-αργά, σαν αγρίμι που παραφυλάει τη λεία του. Δυτικά του δωρικού Πρόπυλου βρίσκω χαλάσματα βυζαντινού οικισμού. Λίγα, έρμα, χωρίς σήμανση καμία, κρυμμένα πίσω από την Ιερά των Παναθηναίων οδό, σμίγουν από μόνα τους με τον ομόστικτο και ομογάλακτό τους ναό των Αποστόλων. Υψώνεται πιο κεί, σταυρόσχημος και αλειτούργητος. Αλλοδαπές μόνον ή, τσιγγάνες βαστάνε στον κόρφο μωρά. Οι δικές μας δεν πολυνοιάζονται.

Στην ανωφέρεια, πάνω από το ιωνικό περιστύλιο της αγοράς, χαζεύω ό,τι απόμεινε από το Κιουτσούκ Τζαμί. Το ισοπεδωμένο μικρούλι ιερό, με την κόγχη του. Στο δάπεδο γραμμένο. 'Οσο δύει ο ήλιος στο Αιγάλεω, ροδοκοκκινίζει στα νώτα ο Τρελλός. Είναι η ώρα μου.

'Αλαλο το Φετιχιέ Τζαμί στους εσπερινούς χρωματισμούς. Σφραγισμένο, αχρηστεμένο, δίχως μιναρέ, με την σκεπή χορταριασμένη, αλλ' ολόρθο, χτισμένο πάνω σε μιάν παλαιά χριστιανική βασιλική, με εμφανή τα δικά της από κάτω ερείπια. Τί έλεγα; 'Α, ναί! Στην κρήνη μιά σουσουράδα βολεύεται.

Πιάνω ξανά την πεφιλημένη οδό του Πανός κι από τον εξώστη της Αρέτουσας αγναντεύω πότε θα φωτίσει το Ηφαιστείον. Το Agrigento, αίφνης, αναλογίζομαι και τους δικούς του αρχαίους ναούς, στη σειρά. Ακέραιους. Αιώνες διατηρημένους ως εκκλησίες χριστιανικές. Χάνομαι ύστερα πίσω από τις φυλλωσιές, στη ρεματιά, κάτω από τον 'Αρειο Πάγο και τις σπηλιές.

Αν όμως φωτίζει ακόμη, αποτελειώνω την γύρα της ρωμαϊκής αγοράς με τις Βεσπασιανές [:χέστρες, μη τη φοβάσαι τη λέξη] και την ξεμοναχιασμένη θύρα του οθωμανικού μεντρεσέ (1721), αντίκρυ στους Αέρηδες. 'Επειτα, βούρ ξανά, για την Μεγάλη Παναγιά.


[Πάνω σε μιά πρόταση του Μισέλ Φάις.]

2 σχόλια:

Harouf είπε...

Αυτό λοιπόν το τετράκογχον εγώ θυμάμαι δεν μπορούσα να το απολαύσω στην πληρότητά του...Μου αποκαλύφθηκε (μετά από προσπάθεια ομολογώ γιατί το χάζευα μια νύχτα τ' Απρίλη) και το 4ο ημικύκλιο του αυτό το αριστερό το λιγότερο διακριτό. Πράγματι αφήνει αίσθηση γλυκειά.

το θείο τραγί είπε...

στο νού;;;